-
1 ἐκπρεπής
ἐκπρεπ-ής, ές,A distinguished out of all, pre-eminent, remarkable,ἐν πολλοῖσι Il.2.483
; μία ἐ. [νίκα] Pi.P.7.12 ;μεγέθει ἐκπρεπεστάτα A.Pers. 184
; εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς ib. 442 ;εἶδος ἐκπρεπεστάτη E.Alc. 333
; ῥόδα..τιθήνημ’ ἔαρος -έστατον Chaerem.13 ;ἐ. φύσιν Nausicr.2.6
;κότταβος..ἐκπρεπὲς ἔργον Critias 2.1
;ἐ. [ἰδέα] Pl.Phdr. 238a
; -έστερα ζῷα Arist.Phgn. 810a8
. Adv. - πῶς splendidly,κεκόσμηται Plb.5.59.8
: poet. - έως IG3.121: [comp] Comp. - έστερον more conspicuously, D.C.44.40.II of things, = ἔξω τοῦ πρέποντος, extraordinary,οὐδὲν -έστερον παθεῖν Th.3.55
. Adv. - without reasonable grounds,Id.
1.38 : [comp] Sup. -έστατα τιμωρῆσαι X.Smp.8.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπρεπής
-
2 ἔμφρων
A in one's mind or senses, sensible: opp.,1 to one mad, σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα<*> brings thee to thy senses, A.Pr. 848;ἔ. εἰμί Id.Ch. 1026
; ἔ. καθίσταμαι I come to myself, S.Aj. 306; ποιητὴς ..οὐκ ἔ. ἐστίν Pl.Lg. 719c
; ἀντὶ μανικῶν.. ἑξεις ἔμφρονας ἔχειν ib. 791b.2 to one dead, ἔτ' ἔ. S.Ant. 1237, cf. Antipho 2.3.2; ἔ. γίγνεσθαι to recover from a swoon or lethargy, Hp.Coac. 136.3 to one asleep, S.E.M.7.129.II rational, intelligent, ζῷα ἔ., opp. εἴδωλα ἄφρ., X.Mem.1.4.4; also ζωή, βίος ἔ., Pl.R. 521a, Ti. 36e;ἡ πρεσβυτῶν ἔ. παιδιά Id.Lg. 769a
;τέχνη -εστέρα Arist.Rh. 1359b6
; ὅταν ἐς ἥβην ἐξικώμεθ' ἔμφρονες when we come to years of discretion, prob. in S.Fr.583.6.2 sensible, prudent, Thgn.1126, Pi.O.9.74, S.OT 436;ἔ. σωφροσύνη Th.1.84
; ἔ. περί τι wise about or in a thing, Pl.Lg. 809d; τῶν δημιουργῶν ἢ τῶν ἄλλων τῶν ἐ. ἀνδρῶν experts, Id.Hipparch. 226c. Adv. - όνως sensibly, wisely, Id.R. 396d, al., Antiph.104: [comp] Comp.- έστερον Phalar.Ep.67.3
: [comp] Sup.- έστατα Plu.Ant.14
.
См. также в других словарях:
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek